ῥῆα

ῥῆα
ῥῆον
rhubarb
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρήα — και ῥήα Α επίρρ. βλ. ῥᾱ (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • VULCANUS — I. VULCANUS Iunonis filius, Hesiod. in Theog. v. 927. Η῞ρῃ δ᾿ Η῞φαιςτον κλυτὸν εν φιλότητι μιγεῖσα, Hunc quidam voluerunt, subventaneo conceptu fuilssegenitum sine patre, quem tamen Homer. e patre Iove Iunonequt matre natum esse putavit. Fuerunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

  • ράϊος — ία, ον, και ιων. τ. ῥήϊος, ίη, ον, Α ῥάδιος*, εύκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μάλλον πρόκειται για καταχρηστικό σχηματισμό από τον συγκριτικό ῥήϊον τού επιρρ. ῥᾶ/ῥήα] …   Dictionary of Greek

  • ραΐζω — (I) Ν βλ. ραγίζω. (II) ΜΑ, και ιων. τ. ῥηΐζω Α (το ενεργ και μέσ.) αναπαύομαι από τις έγνοιες και τις φροντίδες, ησυχάζω αρχ. 1. (για ασθένειες) γίνομαι πιο ανεκτός, υποφερτός 2. (για πρόσ.) αναλαμβάνω από αρρώστια, γίνομαι καλύτερα, αναρρώνω 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”